παρεισβατικός

παρεισβατικός
παρεισ-βᾰτικός, ή, όν,
A = παραβατικός, περίοδος π. πρὸς τὸ θέατρον Sch.Ar.Ach.970.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παρεισβατικός — ή, όν, Α [παρεισβαίνω] αυτός που αναφέρεται στις πλάγιες εισόδους τού αρχαίου θεάτρου …   Dictionary of Greek

  • παρεισβατικαί — παρεισβατικός fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”